Μυημένος στην βυζαντινή αντίληψη της τέχνης από ανθρώπους όπως ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, και ο Πικιώνης αλλά και με το θεωρητικό υπόβαθρο του Περικλή Γιαννόπουλου, η ζωγραφική του Μάνου Φαλτάϊτς εξερευνεί τα υλικά που απαρτίζουνε το φως της Ελληνικότητας φτάνοντας στο κερί και όχι στον ήλιο, στην σκιά της αμπέλου και όχι στην αντηλιά της, στο εσωτερικό μιας δροσερής βασιλικής και όχι στο ασβεστωμένο επίχρισμα της.
Το παιδί και το σκοτάδι....
Οι ενήλικες συχνά όταν αντικρίζουμε την διάφανη καθαρότητα του παιδικού βλέμματος το συσχετίζουμε με θετικά, φωτεινά συναισθήματα όπου το κακό και το σκοτάδι δεν έχουν καμία θέση.
Όμως αν πάρουμε τα πράγματα από μέσα και θυμηθούμε ειλικρινά τι μας συνέβαινε όταν ήμασταν παιδιά μια πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων εμφανίζονται: λύπη, θυμός, απογοήτευση, μικροκακίες, απελπισία, και άλλα, που απλώς δεν μπορούσαμε να τα κατονομάσουμε όταν μας πλημμύριζαν και σαφώς αδυνατούσαμε να τα ελέγξουμε όταν εμφανίζονταν - και αυτή η έλλειψη έλεγχου είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως αθωότητα εντέλει - σε συνδυασμό με το ότι το καθένα απ΄ αυτά τα συναισθήματα έχει μια απαράμιλλη καθαρότητα, μια λαμπερή διαφάνεια αφού δεν εμπλέκεται με έλλογες άμυνες και διπολικά σύνδρομα.
Η ζωγραφική του Μάνου Φαλτάϊτς έχει ακριβώς αυτήν την ιδιότητα. Έχει ένα βλέμμα παιδικό άλλα ενός παιδιού που θυμάται και το σκοτάδι του, με την ίδια αγνότητα που θυμάται και το φως του.
Ο Μάνος Φαλτάϊτς στο ζωγραφικό του έργο ιχνογραφεί τις μνήμες του. αθωώνοντας της, εμβαπτίζοντάς τις μέσα από απ αυτό το παιδικό βλέμμα, που δεν κρίνει, απλώς μαρτυρεί και συν-αισθάνεται. Με υλικά ελάχιστα και ταπεινά, όπως ακριβώς κάθε παιδί που θα εκφραστεί με ό,τι υλικά που του δίνονται, αρθρώνει ένα εικαστικό λόγο τραχύ, ακατέργαστο, πυκνό εντούτοις σε συναίσθημα και με περιγραφική σαφήνεια.
Όπως στα περισσότερα παιδιά τα όρια ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτα. Τα υλικά τους αναμειγνύονται αξεδιάλυτα σε συνθέσεις σφιχτές όπου η εξιδανίκευση εναγκαλίζεται την φθορά, ο θαυμασμός το ρεαλισμό, η πικρία την σάτιρα, η θλίψη την απόλαυση.
Αντανάκλαση ενός κόσμου πολύπλοκου και μυστηριώδους απλού και δυσεπίλυτου την ίδια στιγμή, τα έργα του Μάνου, φωτίζουν και φωτίζονται από την σκιά του Ελληνικού Φωτός, από το συμπλήρωμα του, απ τις παράπλευρες απώλειες του. Δεν είναι ή ίδια η Μαρμάρινη κολόνα λουσμένη τον λαμπρίνοντα ήλιο της Ελλάδας. είναι η σκιά στο πλάι της και κείνος ο ασαφής χώρος ανάμεσα τους που ο Μάνος ερευνά και προσπαθεί να καταγράψει. Μυημένος στην βυζαντινή αντίληψη της τέχνης από ανθρώπους όπως ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, και ο Πικιώνης αλλά και με το θεωρητικό υπόβαθρο του Περικλή Γιαννόπουλου εξερευνεί τα υλικά που απαρτίζουνε το φως της Ελληνικότητας φτάνοντας στο κερί και όχι στον ήλιο, στην σκιά της αμπέλου και όχι στην αντηλιά της, στο εσωτερικό μιας δροσερής βασιλικής και όχι στο ασβεστωμένο επίχρισμα της.
Ο Μάνος δεν τυφλώνεται από την Ελληνικότητα γιατί γνωρίζει καλά πως είναι μέρος της, και έτσι ο χρωστήρας του πλουτίζει σε τόνους και ημιτόνια. Με την βαθιά του γνώση και βίωση ανοίγει την βεντάλια των αποχρώσεων βαθαίνοντας την ενατένιση στα όρια της προσευχής και του διαλογισμού. Τα ζωγραφικά έργα του Μάνου βιώνονται από τον θεατή όχι όπως μια θρησκευτική εικόνα άλλα μάλλον όπως ένα εκκλησιαζόμενος ζει το θείο δράμα την βδομάδα των παθών.
Το μήνυμα τελικά δεν είναι κρυμμένο στις γραμμές αλλά στις αποχρώσεις τον χρωμάτων και στον διάλογο που επιτυγχάνει ανάμεσα στην μορφή και στο χρώμα. Αν πρέπει κανείς να αναζητήσει κάποιο νόημα, πράγμα που δεν είναι απαραίτητο βεβαίως.
Η ζωγραφική του Μάνου παρ' όλα αυτά δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα αισθητικό ρεύμα, υπερβαίνει όποια προσπάθεια κατάταξης γιατί κινείται δίχως κόμπλεξ πέρα από κάθε πλαίσιο και σχήμα, όπως κινήθηκε και ο ίδιος ο δημιουργός της σ όλη του τη ζωή ανένταχτος και αντάρτης .
Ένα παιδί που παίζει κρυμμένο κάτω απ το τραπέζι....
Μάνος Οικονομάκης